αλλακτής

αλλακτής
και -χτής, ο (θηλ. -κτρια και -χτρια) [αλλάζω]
αυτός που επισκευάζει, επιδιορθώνει φθαρμένα μηχανήματα, έπιπλα, ρούχα κ.λπ. και ειδικά αυτός που αντικαθιστά τα φθαρμένα εξαρτήματα ή μέρη τους με καινούργια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλλάκτης — ο (Α ἀλλάκτης) [ἀλλάζω] 1. αυτός που ανταλλάσσει κάτι με άλλο, αυτός που πραγματοποιεί ανταλλαγή πραγμάτων (ιδιαίτερα νομισμάτων) με άλλα 2. που έχει με άλλον εμπορικές συναλλαγές, δοσοληψίες 3. (για μηχανήματα) μετατροπέας, μετασχηματιστής …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”